λύτρωση

λύτρωση
Βλ. λ. απολύτρωση.
* * *
η (AM λύτρωσις, -έως) [λυτρώνω]
απαλλαγή από κακό, απολύτρωση, λυτρωμός, σωτηρία («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῡ», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», Πλούτ.)
αρχ.
1. η απελευθέρωση πράγματος που βρίσκεται σε υποθήκη, αφού πληρωθούν τα οφειλόμενα
2. απαλλαγή από υποχρέωση
3. φρ. «λύτρωσις ὕδατος» — πηγή νερού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λύτρωση — η η σωτηρία, η απελευθέρωση, ο λυτρωμός: Η λύτρωση του λαού από τον κατακτητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυτρώση — λύτρωσις ransoming fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτρώσῃ — λυτρώσηι , λύτρωσις ransoming fem dat sg (epic) λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj mid 2nd sg λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj act 3rd sg λυτρόω release on receipt of a ransom fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτρώσηι — λύτρωσις ransoming fem dat sg (epic) λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj mid 2nd sg λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj act 3rd sg λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • αντίλυτρον — ἀντίλυτρον, το (AM) αυτό που δίνεται αντί λύτρων, αντίτιμο για τη λύτρωση («Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» ΚΔ) αρχ. το αντίδοτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”