λύτρωση — η η σωτηρία, η απελευθέρωση, ο λυτρωμός: Η λύτρωση του λαού από τον κατακτητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυτρώση — λύτρωσις ransoming fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρώσῃ — λυτρώσηι , λύτρωσις ransoming fem dat sg (epic) λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj mid 2nd sg λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj act 3rd sg λυτρόω release on receipt of a ransom fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρώσηι — λύτρωσις ransoming fem dat sg (epic) λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj mid 2nd sg λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj act 3rd sg λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
αντίλυτρον — ἀντίλυτρον, το (AM) αυτό που δίνεται αντί λύτρων, αντίτιμο για τη λύτρωση («Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» ΚΔ) αρχ. το αντίδοτο … Dictionary of Greek